- συνεργασία
- η, ΝΑ [συνεργάζομαι]νεοελλ.1. κοινή εργασία, συμμετοχή δύο ή περισσότερων ατόμων σε μια ενέργεια ή σε ένα έργο2. η προσφερόμενη από συνεργάτη εργασία («η συνεργασία του στο περιοδικό συνεχίστηκε και ήταν σημαντική»)3. (κοινων.) μορφή αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε ομάδες ή άτομα που συνδέουν αμοιβαία τις δραστηριότητές τους για την από κοινού επιτέλεση ενός έργου, για την επίτευξη κοινών στόχων, σύμπραξη (α. «εκλογική συνεργασία» β. «πολιτική συνεργασία»)4. (οικον.) μορφή οικονομικής δράσης και οργάνωσης με την οποία άτομα ή ομάδες που έχουν τα ίδια συμφέροντα συνενώνονται στο επίπεδο τής οικονομικής δραστηριότητας με επιδίωξη το κοινό όφελός τους5. (βιολ.-οικολ.) μορφή αλληλεξάρτησης, αλληλεπίδρασης και συμπληρωματικότητας μεταξύ τών οργανισμών που διαβιούν σε ένα περιβάλλον και παρέχουν αμοιβαία υπηρεσίες ο ένας στον άλλο για την κοινή επιβίωση τους6. (πολ. διεθν. δίκ.) μορφή σχέσεων μεταξύ κρατών ή πολιτικών σχηματισμών για την από κοινού επίλυση οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών προβλημάτων στη βάση τής ισοτιμίας και τού αμοιβαίου οφέλους7. φρ. «οικονομική συνεργασία» — μέθοδος με την οποία άτομα, επιχειρήσεις ή κράτη, έχοντας κοινά συμφέροντα, συγκροτούν οικονομικούς οργανισμούς στους οποίους όλα τα μέλη έχουν τα ίδια δικαιώματα και τα προκύπτοντα κέρδη και οφέλη κατανέμονται μεταξύ τών εταίρων κατ' αναλογία προς την συμμετοχή τους στην εταιρική δραστηριότητααρχ.1. σωματείο εργατών2. εργαστήριο με πολλούς δούλους.
Dictionary of Greek. 2013.